ἀγλαώψ

ἀγλαώψ
ἀγλαώψ, ῶπος, , ,
A bright-eyed, beaming,

πεύκη S.OT214

(lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγλαώψ — ἀγλαώψ ( ῶπος), ο, η (θηλ. και ἀγλαῶπις) (Α) 1. αυτός που έχει λαμπερά, φωτεινά μάτια 2. λαμπερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + ὤψ] …   Dictionary of Greek

  • ἀγλαῶπι — ἀγλαώψ bright eyed masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”